Ιστορία του Δήμου
Ο Δήμος Στυλίδας εκτείνεται στο βορειοανατολικό τμήμα της Περιφερειακής Ενότητας Φθιώτιδας σε απόσταση περίπου 17 χλμ από την πόλη της Λαμίας και 225 χλμ από την Αθήνα. Ο Δήμος συνορεύει με τους Δήμους της Περιφερειακής Ενότητας Φθιώτιδας Λαμιέων στα δυτικά και Δομοκού στα βορειοδυτικά, ενώ βόρεια συνορεύει με το Δήμο Αλμυρού της Περιφερειακής Ενότητας Μαγνησίας. Η έκταση του Δήμου ανέρχεται στα 463,9 τ.χλμ και αντιπροσωπεύει το 10,5% της συνολικής έκτασης της Περιφερειακής Ενότητας, ενώ εμφανίζει πυκνότητα πληθυσμού περίπου 31,7 κατοίκων ανά τ.χλμ.
Χαρακτηριστικό στοιχείο της γεωγραφικής θέσης του Δήμου Στυλίδας είναι το γεγονός ότι βρίσκεται στα όρια της Περιφερειακής Ενότητας Φθιώτιδας με την Περιφερειακή Ενότητα Μαγνησίας και σε σχετικά μικρή απόσταση από την πρωτεύουσα της πρώτης (Λαμία), ενώ το γεγονός ότι η Στυλίδα αποτελεί ουσιαστικά το επίνειο της περιοχής προσδίδει στην περιοχή ιδιαίτερο οικονομικό ρόλο. Η πρόσβαση στην περιοχή γίνεται είτε οδικώς, από τον οδικό άξονα ΠΑΘΕ ο οποίος μέχρι σήμερα διατρέχει την περιοχή και την παλαιά εθνική οδό Λαμίας-Βόλου, είτε σιδηροδρομικώς από την τοπική σιδηροδρομική γραμμή Λιανοκλάδι-Λαμία-Στυλίδα.
Σε απόσταση λίγο μεγαλύτερη από μισό χιλιόμετρο από τον φυσικό όρμο που σχηματίζει ο Μαλιακός Κόλπος και ανάμεσα στην παλαιά εθνική οδό Λαμίας-Βόλου και στον οδικό άξονα ΠΑΘΕ βρίσκεται η κωμόπολη της Στυλίδας (γνωστή από την αρχαιότητα με το όνομα “Φάλαρα”), η μεγαλύτερη κωμόπολη της περιοχής, η οποία διαθέτοντας όλες τις υπηρεσίες αποτελεί την έδρα του νέου ομώνυμου Δήμου. Ο νέος Δήμος Στυλίδας περιλαμβάνει τους μέχρι πρότινος Δήμους Στυλίδας, Εχιναίων και Πελασγίας.
Όσον αφορά την μορφολογία του Δήμου παρατηρείται ποικιλομορφία στο ανάγλυφο της περιοχής, καθώς εκτείνεται στους πρόποδες της Όθρυος με αμφιθεατρική διάταξη στο κέντρο ενός απέραντου ελαιώνα, γεγονός που ενισχύει την φυσική και αισθητική ιδιαιτερότητά της.
Η πόλη της Στυλίδας βρίσκεται στη θέση της αρχαίας πόλης των Φαλάρων, με τα λείψανα των τειχών από την αρχαία πόλη των Aχαιών Φθιωτών να είναι σε μερικά σημεία ακόμα εμφανή. Οι περισσότεροι οικισμοί που αποτελούν το Δήμο βρίσκονται στους πρόποδες της Όθρυος. Με εξαίρεση τους παραθαλάσσιους οικισμούς (όπως η Αγ.Μαρίνα, ο Καραβόμυλος, ο Αχινός και οι Ράχες) που βρίσκονται κτισμένοι σε πεδινές περιοχές, οι υπόλοιποι οικισμοί, συμπεριλαμβανομένης και της Πελασγίας (παλιάς έδρας του ομώνυμου Δήμου), παρουσιάζουν σημαντικές κλίσεις και υψομετρικές διαφορές μεταξύ των υψηλότερων και χαμηλότερων σημείων τους.
Νότια και δυτικά στους πρόποδες του όρους συναντούμε την πόλη της Στυλίδας, έδρα του σημερινού ομώνυμου δήμου. Όπως προαναφέρθηκε είναι γνωστή από την αρχαιότητα με το όνομα «Φάλαρα» και σήμερα σώζονται μόνο ορισμένα τμήματα των κάστρων της. Σύμφωνα με ανασκαφές, η ιστορία της Στυλίδας φαίνεται να είναι πιο ενδιαφέρουσα από ότι οι παρόντες κάτοικοι της περιοχής γνωρίζουν. Στις αρχές του 4ου π.X. αιώνα περιήλθε στην κατοχή των Mαλιέων. Εικάζεται ότι τα Φάλαρα δεν αναπτύχθηκαν σαν οικισμός παρά μόνο από την ρωμαϊκή κατοχή και μεταγενέστερα. Πολύ αργότερα, η Στυλίδα έγινε γνωστή ως η βορειότερη πόλη της Ελλάδας όταν για πρώτη φορά αναγνωρίστηκε και οριοθετήθηκε το πρώτο ελληνικό κράτος. Λόγω της στρατηγικής της σημασίας, η Στυλίδα ήταν ακριτικός σταθμός του πρώτου σιδηροδρομικού δικτύου, πιθανότατα γιατί η Στυλίδα όριζε το ανατολικό (και μοναδικό βατό) πέρασμα στην βόρεια Ελλάδα τότε. Στη σύγχρονη ιστορία, αξιοσημείωτο είναι ότι στην Στυλίδα δημιουργήθηκε το πρώτο Κέντρο Περιβαλλοντολογικής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα, με δίδυμο σταθμό στην Υπάτη, έτσι ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος του οικοσυστήματος Μαλιακού-Οίτης-Σπερχειού.
Ο οικισμός Αχινός είναι χτισμένος στη θέση του αρχαίου «Εχίνου». Ο Εχίνος ή Εχινούντας υπήρξε πόλη των Φθιωτών Αχαιών και πρωτεύουσα του βασιλείου του Αχιλλέως, κατά τον ιστορικό Πολύβιο. Τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν ότι ο Εχίνος και η περιοχή του κατοικήθηκε κατα την Μεσοελλαδική Εποχή (1900 – 1600 π.Χ.). Επίσης υπάρχουν και κτίσματα, που δείχνουν ότι ο σημερινός Αχινός έχει και πρόσφατη αξιόλογη ιστορία.
Η Πελασγία πήρε το όνομά της από τους πρώτους κατοίκους της Ελλάδας, τους Πελασγούς. Κατά την αρχαιότητα ήταν επίσης γνωστή σαν «Κρεμαστή Λάρισα» ή «Λάρισα Πελασγία». Η ονομασία Λάρισα ή Πελασγία που υπάρχει στην αρχαία εποχή έχει σχέση με τους πρώτους κατοίκους της Ελλάδας τους Πελασγούς. Πελασγική είναι και η λέξη Λάρισα που έχει τη σημασία του φρουρίου η της ακρόπολης. Η άλλη αρχαία ονομασία της Κρεμαστή Λάρισα οφείλεται στο ότι τα σπίτια της αρχαίας πόλης ήταν κτισμένα γύρω από την ακρόπολη και πάνω σε ύψωμα και φαίνονταν από μακριά κυρίως σε όσους έπλεαν στη θάλασσα του Μαλιακού κόλπου σαν να ήταν κρεμασμένα στο λόφο. Οι κάτοικοι της περιοχής ασχολούνταν με το εμπόριο, την αμπελοκαλλιέργεια και την ναυτιλία. Επίσης στην περιοχή λειτουργούσαν μεταλλεία χαλκού. Αποτέλεσμα της παραγωγής αυτής είναι η κοπή νομισμάτων με τη μορφή του Αχιλλέα τον 3ο αιώνα π.Χ. Τα χρόνια που ακολούθησαν η ιστορία της περιοχής περιλαμβάνει περσικούς πολέμους, Μακεδονική και στη συνέχεια Αιτωλική και Ρωμαϊκή κυριαρχία. Στη Βυζαντινή εποχή και κατα τις γοτθικές επιδρομές η περιοχή ερημώνει. Ακολουθούν επιδρομές Σλάβων και Βουλγάρων, κάτω από την κατοχή των οποίων η Λάρισα Κρεμαστή όπως ονομαζόταν μέχρι τότε, μετονομάστηκε σε «Γαρδίκι Κρεμαστής Λαρίσης». Η ονομασία αυτή διατηρήθηκε μέχρι το 1926, οπότε πήρε πάλι την παλία της ονομασία την οποία και κρατά μέχρι σήμερα, Πελασγία. Τον Ιούλιο του 1470 πέφτει στα χέρια των Τούρκων και, όπως λένε διάφορες μαρτυρίες, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Στη διάρκεια της επανάστασης του 1821 δύο ήταν τα πιο σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν στην περιοχή: η μάχη της Πελασγίας το 1821 και μια από τις μεγαλύτερες θηριωδίες των Τούρκων στην περιοχή, η σφαγή στο Βελά ποταμό. Το 1832 η Πελασγία απελευθερώνεται ολοκληρωτικά από τους Τούρκους και αρχίζει η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της περιοχής.
Το Αχλάδι κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας αποτελούσε Τουρκικό τσιφλίκι. Μετά την απελευθέρωση η περιοχή δόθηκε από την πρώτη Ελληνική Κυβέρνηση στον Ολύμπιο Γιωργάκη ή αλλιώς Ζάκκα, οπλαρχηγό καταγόμενο από τα Γρεβενά, σαν αποζημίωση για αυτά που έχασε στον Αγώνα. Το 1922-1923 εγκαταστάθηκαν στη περιοχή οι πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης και τους μοίραστηκε μαζί με τους ντόπιους ο κλήρος.
Βλέποντας τον οικισμό Ράχες από ψηλά, παρατηρούμε ότι είναι χτισμένο σε μια συστάδα από ραχούλες και από το γεγονός αυτό πήρε και το όνομα του. Η παρουσία του χωριού Ράχες στη συγκεκριμένη περιοχή χρονολογείται πριν την κατάληψη του Φθιωτικού χώρου από τους Τούρκους διότι αναφέρεται στα τουρκικά τάπια ως «τσιφλίκι Ράχες». Στη θέση που είναι κτισμένος ο σημερινός οικισμός τοποθετείται και η αρχαία πόλη «Αλόπη».